Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επιτυγχάνω (ρήμα) - (παρόμοια:
αποτυγχάνω
)
Συνώνυμα
κατορθώνω
πετυχαίνω
επιτυγχάνω
συνεπιτυγχάνω
4
Αντώνυμα
αποτυγχάνω
χάνω
αποτυχαίνω
3
Ορισμός
Να φτάνω σε ένα επιθυμητό αποτέλεσμα ή στόχο.
Να πετυχαίνω κάτι με επιτυχία.
Να καταφέρνω να κάνω κάτι με επιτυχία.
3
Παραδείγματα
Επιτυγχάνω τους στόχους μου με σκληρή δουλειά.
Πάντα επιτυγχάνω αυτό που θέλω όταν προσπαθώ.
Ο στόχος του ήταν να επιτύχει την αποδοχή της ομάδας.
3