1. Λέξη
    επιτυγχάνω (ρήμα) - (παρόμοια: αποτυγχάνω)
  2. Συνώνυμα
    • κατορθώνω
    • πετυχαίνω
    • επιτυγχάνω
    • συνεπιτυγχάνω
    4
  3. Αντώνυμα
    • αποτυγχάνω
    • χάνω
    • αποτυχαίνω
    3
  4. Ορισμός
    • Να φτάνω σε ένα επιθυμητό αποτέλεσμα ή στόχο.
    • Να πετυχαίνω κάτι με επιτυχία.
    • Να καταφέρνω να κάνω κάτι με επιτυχία.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Επιτυγχάνω τους στόχους μου με σκληρή δουλειά.
    • Πάντα επιτυγχάνω αυτό που θέλω όταν προσπαθώ.
    • Ο στόχος του ήταν να επιτύχει την αποδοχή της ομάδας.
    3