1. Λέξη
    επιφέρω (ρήμα) - (παρόμοια: επαναφέρω)
  2. Συνώνυμα
    • προκαλώ
    • προξενώ
    • επιφέρω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποτρέπω
    • αποφεύγω
    • εμποδίζω
    3
  4. Ορισμός
    • προκαλώ κάτι, συνήθως αρνητικό, σε κάποιον ή κάτι
    • φέρνω ως αποτέλεσμα ή συνέπεια
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η κακοκαιρία μπορεί να επιφέρει σοβαρές ζημιές.
    • Οι αλλαγές αυτές επιφέρουν θετικά αποτελέσματα στην κοινωνία.
    2