Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επιφέρω (ρήμα) - (παρόμοια:
επαναφέρω
)
Συνώνυμα
προκαλώ
προξενώ
επιφέρω
3
Αντώνυμα
αποτρέπω
αποφεύγω
εμποδίζω
3
Ορισμός
προκαλώ κάτι, συνήθως αρνητικό, σε κάποιον ή κάτι
φέρνω ως αποτέλεσμα ή συνέπεια
2
Παραδείγματα
Η κακοκαιρία μπορεί να επιφέρει σοβαρές ζημιές.
Οι αλλαγές αυτές επιφέρουν θετικά αποτελέσματα στην κοινωνία.
2