1. Λέξη
    επιφοίτηση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αποφοίτηση)
  2. Συνώνυμα
    • επιδημία
    • εξάπλωση
    • έξαρση
    3
  3. Αντώνυμα
    • υποχώρηση
    • κατάπτωση
    • μείωση
    3
  4. Ορισμός
    • Η ξαφνική και ταχεία αύξηση της εμφάνισης μιας ασθένειας σε έναν πληθυσμό.
    • Η εκδήλωση μιας κατάστασης ή φαινομένου σε μεγάλη κλίμακα και σε σύντομο χρονικό διάστημα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η επιφοίτηση της γρίπης τον χειμώνα προκάλεσε πολλά προβλήματα στο σύστημα υγείας.
    • Παρατηρήθηκε μια επιφοίτηση κλοπών στην περιοχή τα τελευταία χρόνια.
    2