Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επιφοίτηση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αποφοίτηση
)
Συνώνυμα
επιδημία
εξάπλωση
έξαρση
3
Αντώνυμα
υποχώρηση
κατάπτωση
μείωση
3
Ορισμός
Η ξαφνική και ταχεία αύξηση της εμφάνισης μιας ασθένειας σε έναν πληθυσμό.
Η εκδήλωση μιας κατάστασης ή φαινομένου σε μεγάλη κλίμακα και σε σύντομο χρονικό διάστημα.
2
Παραδείγματα
Η επιφοίτηση της γρίπης τον χειμώνα προκάλεσε πολλά προβλήματα στο σύστημα υγείας.
Παρατηρήθηκε μια επιφοίτηση κλοπών στην περιοχή τα τελευταία χρόνια.
2