1. Λέξη
    εταίρος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: συνεταίρος)
  2. Συνώνυμα
    • σύντροφος
    • συνεργάτης
    • κολλητός
    3
  3. Αντώνυμα
    • αντίπαλος
    • εχθρός
    • ανταγωνιστής
    3
  4. Ορισμός
    • Άτομο που συνεργάζεται ή συμμετέχει σε μια κοινή δραστηριότητα με κάποιον άλλο.
    • Μέλος μιας ομάδας ή οργάνωσης που έχει κοινά ενδιαφέροντα ή στόχους με τα άλλα μέλη.
    • Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να αναφέρεται σε ερωτικό σύντροφο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο Γιάννης είναι ο πιστός εταίρος μου σε όλες τις επιχειρηματικές μας κινήσεις.
    • Στο πανεπιστήμιο, βρήκα έναν εξαιρετικό εταίρο για το ερευνητικό μας έργο.
    • Ο εταίρος της ζωής του τον στήριξε σε όλες τις δυσκολίες.
    3