Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εταίρος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
συνεταίρος
)
Συνώνυμα
σύντροφος
συνεργάτης
κολλητός
3
Αντώνυμα
αντίπαλος
εχθρός
ανταγωνιστής
3
Ορισμός
Άτομο που συνεργάζεται ή συμμετέχει σε μια κοινή δραστηριότητα με κάποιον άλλο.
Μέλος μιας ομάδας ή οργάνωσης που έχει κοινά ενδιαφέροντα ή στόχους με τα άλλα μέλη.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να αναφέρεται σε ερωτικό σύντροφο.
3
Παραδείγματα
Ο Γιάννης είναι ο πιστός εταίρος μου σε όλες τις επιχειρηματικές μας κινήσεις.
Στο πανεπιστήμιο, βρήκα έναν εξαιρετικό εταίρο για το ερευνητικό μας έργο.
Ο εταίρος της ζωής του τον στήριξε σε όλες τις δυσκολίες.
3