1. Λέξη
    ευκαιρία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: εταιρία)
  2. Συνώνυμα
    • πρόκληση
    • περίσταση
    • δυνατότητα
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποτυχία
    • αδυναμία
    • εμπόδιο
    3
  4. Ορισμός
    • Μια κατάσταση ή στιγμή που είναι κατάλληλη για να γίνει κάτι.
    • Μια ευνοϊκή περίσταση για να επιτευχθεί κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ευκαιρία για μια καλύτερη δουλειά δεν έρχεται συχνά.
    • Δεν πρέπει να χάνεις την ευκαιρία να μάθεις νέα πράγματα.
    2