Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ευκαιρία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εταιρία
)
Συνώνυμα
πρόκληση
περίσταση
δυνατότητα
3
Αντώνυμα
αποτυχία
αδυναμία
εμπόδιο
3
Ορισμός
Μια κατάσταση ή στιγμή που είναι κατάλληλη για να γίνει κάτι.
Μια ευνοϊκή περίσταση για να επιτευχθεί κάτι.
2
Παραδείγματα
Η ευκαιρία για μια καλύτερη δουλειά δεν έρχεται συχνά.
Δεν πρέπει να χάνεις την ευκαιρία να μάθεις νέα πράγματα.
2