Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ευχαριστημένη (επίθετο) - (παρόμοια:
ευχαριστημένος
-
ευχαριστώ
-
ευχαριστία
-
ευχαριστήσω
-
ευχαριστήριος
-
ευχαριστιέμαι
)
Συνώνυμα
ικανοποιημένη
χαρούμενη
ευγνώμων
3
Αντώνυμα
δυσαρεστημένη
δυσχαριστημένη
απογοητευμένη
3
Ορισμός
Που νιώθει ικανοποίηση ή ευγνωμοσύνη για κάτι.
Που εκφράζει ευχαρίστηση ή ευγνωμοσύνη.
2
Παραδείγματα
Ήταν ευχαριστημένη από την εξυπηρέτηση που έλαβε.
Με ευχαριστημένο βλέμμα, μου έδωσε τα ευχήματά της.
2