1. Λέξη
    εφαρμογή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: εφαρμόζω)
  2. Συνώνυμα
    • χρήση
    • εφαρμογή
    • προσαρμογή
    • εφαρμογή λογισμικού
    4
  3. Αντώνυμα
    • αχρηστία
    • απρακσία
    2
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή η διαδικασία της εφαρμογής μιας μεθόδου, μιας ιδέας ή ενός πλάνου.
    • Ένα πρόγραμμα ή ένα σύνολο προγραμμάτων που έχουν σχεδιαστεί για να εκτελούν συγκεκριμένες εργασίες σε έναν υπολογιστή ή άλλη ηλεκτρονική συσκευή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η εφαρμογή της νέας πολιτικής απαιτεί προσεκτικό σχεδιασμό.
    • Κατέβασα μια νέα εφαρμογή στο κινητό μου για να διαχειρίζομαι τις δουλειές μου.
    2