1. Λέξη
    ηλικιωμένη (επίθετο) - (παρόμοια: ηλικιωμένος)
  2. Συνώνυμα
    • μεγάλη σε ηλικία
    • προχωρημένη σε ηλικία
    • γηραιά
    3
  3. Αντώνυμα
    • νεαρή
    • μικρή σε ηλικία
    • νεότερη
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει φθάσει σε μεγάλη ηλικία
    • που ανήκει στην τρίτη ηλικία
    • που χαρακτηρίζεται από τα γηρατειά
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η ηλικιωμένη κυρία ζει μόνη της αλλά με αξιοπρέπεια.
    • Στο λεωφορείο υπάρχουν ειδικές θέσεις για ηλικιωμένους.
    • Η ηλικιωμένη γυναίκα θυμάται ακόμα τα παιδικά της χρόνια.
    3