Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ηλικιωμένη (επίθετο) - (παρόμοια:
ηλικιωμένος
)
Συνώνυμα
μεγάλη σε ηλικία
προχωρημένη σε ηλικία
γηραιά
3
Αντώνυμα
νεαρή
μικρή σε ηλικία
νεότερη
3
Ορισμός
που έχει φθάσει σε μεγάλη ηλικία
που ανήκει στην τρίτη ηλικία
που χαρακτηρίζεται από τα γηρατειά
3
Παραδείγματα
Η ηλικιωμένη κυρία ζει μόνη της αλλά με αξιοπρέπεια.
Στο λεωφορείο υπάρχουν ειδικές θέσεις για ηλικιωμένους.
Η ηλικιωμένη γυναίκα θυμάται ακόμα τα παιδικά της χρόνια.
3