1. Λέξη
    θαύμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: παιδί-θαύμα - θύμα)
  2. Συνώνυμα
    • θαυμασμός
    • εκπληξη
    • θαυμαστό
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδιαφορία
    • απογοήτευση
    • αποστροφή
    3
  4. Ορισμός
    • Κάτι που προκαλεί έκπληξη ή θαυμασμό λόγω της ασυνήθιστης ή εξαιρετικής του φύσης.
    • Ένα γεγονός ή φαινόμενο που ξεπερνά τα συνηθισμένα όρια της φύσης ή της ανθρώπινης κατανόησης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η εμφάνιση του κομήτη ήταν ένα πραγματικό θαύμα για τους επιστήμονες.
    • Η ανάρρωσή της μετά από την σοβαρή ασθένεια θεωρήθηκε θαύμα από τους γιατρούς.
    2