Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
θαύμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παιδί-θαύμα
-
θύμα
)
Συνώνυμα
θαυμασμός
εκπληξη
θαυμαστό
3
Αντώνυμα
αδιαφορία
απογοήτευση
αποστροφή
3
Ορισμός
Κάτι που προκαλεί έκπληξη ή θαυμασμό λόγω της ασυνήθιστης ή εξαιρετικής του φύσης.
Ένα γεγονός ή φαινόμενο που ξεπερνά τα συνηθισμένα όρια της φύσης ή της ανθρώπινης κατανόησης.
2
Παραδείγματα
Η εμφάνιση του κομήτη ήταν ένα πραγματικό θαύμα για τους επιστήμονες.
Η ανάρρωσή της μετά από την σοβαρή ασθένεια θεωρήθηκε θαύμα από τους γιατρούς.
2