Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
θείος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
θεία
)
Συνώνυμα
θείο
πατρικός θείος
μητρικός θείος
3
Αντώνυμα
θείτσα
θεία
2
Ορισμός
Ο αδελφός του πατέρα ή της μητέρας.
Ανδρικό μέλος της οικογένειας που είναι αδελφός ενός γονέα.
2
Παραδείγματα
Ο θείος μου ήρθε από την Αθήνα για να μας επισκεφτεί.
Ο θείος Γιάννης είναι ο αδελφός της μητέρας μου.
2