1. Λέξη
    θείος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: θεία)
  2. Συνώνυμα
    • θείο
    • πατρικός θείος
    • μητρικός θείος
    3
  3. Αντώνυμα
    • θείτσα
    • θεία
    2
  4. Ορισμός
    • Ο αδελφός του πατέρα ή της μητέρας.
    • Ανδρικό μέλος της οικογένειας που είναι αδελφός ενός γονέα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο θείος μου ήρθε από την Αθήνα για να μας επισκεφτεί.
    • Ο θείος Γιάννης είναι ο αδελφός της μητέρας μου.
    2