Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
θεατής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
τηλεθεατής
)
Συνώνυμα
θεωρός
ακροατής
παρατηρητής
3
Αντώνυμα
ηθοποιός
εκτελεστής
παραγωγός
3
Ορισμός
Πρόσωπο που παρακολουθεί μια παράσταση, εκδήλωση ή γεγονός.
Ατομο που βλέπει κάτι χωρίς να συμμετέχει ενεργά.
2
Παραδείγματα
Ο θεατής χειροκρότησε θερμά στο τέλος της παράστασης.
Οι θεατές έμειναν άφωνοι από την ομορφιά της παράστασης.
2