Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
θεριστής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
χειριστής
)
Συνώνυμα
θεριζοντάς
θεριστικός εργάτης
θεριζοντάρης
3
Αντώνυμα
σπορέας
καλλιεργητής
2
Ορισμός
Ο εργάτης που ασχολείται με το θερισμό των καλλιεργειών.
Το άτομο που ειδικεύεται στη συγκομιδή των σιτηρών.
2
Παραδείγματα
Ο θεριστής δούλευε από την αυγή μέχρι το σούρουπο για να συγκομίσει το σιτάρι.
Κάθε καλοκαίρι, πολλοί θεριστές μετακινούνται από περιοχή σε περιοχή για να εργαστούν στα χωράφια.
2