Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
θερμόμετρο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
θερμός
)
Συνώνυμα
θερμοσκόπιο
μετρητής θερμοκρασίας
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Συσκευή που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της θερμοκρασίας.
Εργαλείο που δείχνει πόσο ζεστό ή κρύο είναι κάτι.
2
Παραδείγματα
Το θερμόμετρο έδειχνε 30 βαθμούς Κελσίου.
Χρειάζομαι ένα θερμόμετρο για να ελέγξω την θερμοκρασία του νερού.
2