1. Λέξη
    θεωρητικό (επίθετο) - (παρόμοια: θεωρητικός - θεωρηθώ)
  2. Συνώνυμα
    • αφηρημένο
    • νοητικό
    • εικαστικό
    3
  3. Αντώνυμα
    • πρακτικό
    • εφαρμοσμένο
    • ρεαλιστικό
    3
  4. Ορισμός
    • Που αφορά τη θεωρία ή βασίζεται σε αυτήν.
    • Που δεν έχει άμεση πρακτική εφαρμογή.
    • Που προέρχεται από την εικασία ή τη σκέψη και όχι από την πείρα ή την πράξη.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το θεωρητικό υπόβαθρο της έρευνας ήταν ισχυρό.
    • Η συζήτηση παρέμεινε σε ένα καθαρά θεωρητικό επίπεδο.
    • Αυτή η προσέγγιση είναι πολύ θεωρητική και χρειάζεται πιο πρακτικές λύσεις.
    3