Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
θεωρητικό (επίθετο) - (παρόμοια:
θεωρητικός
-
θεωρηθώ
)
Συνώνυμα
αφηρημένο
νοητικό
εικαστικό
3
Αντώνυμα
πρακτικό
εφαρμοσμένο
ρεαλιστικό
3
Ορισμός
Που αφορά τη θεωρία ή βασίζεται σε αυτήν.
Που δεν έχει άμεση πρακτική εφαρμογή.
Που προέρχεται από την εικασία ή τη σκέψη και όχι από την πείρα ή την πράξη.
3
Παραδείγματα
Το θεωρητικό υπόβαθρο της έρευνας ήταν ισχυρό.
Η συζήτηση παρέμεινε σε ένα καθαρά θεωρητικό επίπεδο.
Αυτή η προσέγγιση είναι πολύ θεωρητική και χρειάζεται πιο πρακτικές λύσεις.
3