Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
θητεία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
γοητεία
)
Συνώνυμα
υπηρεσία
απασχόληση
εργασία
3
Αντώνυμα
ανεξαρτησία
ελευθερία
2
Ορισμός
Η περίοδος κατά την οποία κάποιος εργάζεται υπό συγκεκριμένες συνθήκες, συχνά με περιορισμένη ελευθερία.
Η υποχρέωση να εκτελεί κανείς συγκεκριμένες εργασίες για ορισμένο χρονικό διάστημα.
2
Παραδείγματα
Ο στρατιώτης ολοκλήρωσε τη θητεία του και επέστρεψε στο σπίτι του.
Η θητεία του ως βοηθός του γιατρού του έδωσε πολύτιμη εμπειρία.
2