1. Λέξη
    θητεία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: γοητεία)
  2. Συνώνυμα
    • υπηρεσία
    • απασχόληση
    • εργασία
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανεξαρτησία
    • ελευθερία
    2
  4. Ορισμός
    • Η περίοδος κατά την οποία κάποιος εργάζεται υπό συγκεκριμένες συνθήκες, συχνά με περιορισμένη ελευθερία.
    • Η υποχρέωση να εκτελεί κανείς συγκεκριμένες εργασίες για ορισμένο χρονικό διάστημα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο στρατιώτης ολοκλήρωσε τη θητεία του και επέστρεψε στο σπίτι του.
    • Η θητεία του ως βοηθός του γιατρού του έδωσε πολύτιμη εμπειρία.
    2