Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κάνναβη (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κάννη
)
Συνώνυμα
χασίς
μαριχουάνα
κάνναβις
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Φυτό του γένους Cannabis, από το οποίο παράγονται ναρκωτικές ουσίες.
Η ξηρή άνθηση του φυτού κάνναβης, που χρησιμοποιείται ως ναρκωτικό.
2
Παραδείγματα
Η καλλιέργεια κάνναβης απαγορεύεται στη χώρα μας.
Η κατανάλωση κάνναβης μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες στην υγεία.
2