Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πάτερ (ουσιαστικό)
Συνώνυμα
πατέρας
γονέας
πατρός
3
Αντώνυμα
μητέρα
γυναίκα
2
Ορισμός
Ο άνδρας που έχει παιδιά, σε σχέση με τα παιδιά του.
Σε θρησκευτικό πλαίσιο, ο τίτλος που αποδίδεται σε έναν ιερέα ή μοναχό.
2
Παραδείγματα
Ο πάτερ μου είναι δάσκαλος.
Ο πάτερ Ιωάννης ευλόγησε τους πιστούς.
2