Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κάψουλα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κάψουν
-
χρονοκάψουλα
)
Συνώνυμα
θήκη
περίβλημα
κύστη
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μικρό δοχείο που περιέχει φάρμακο και διαλύεται στο στομάχι.
Δομικό στοιχείο ορισμένων βακτηρίων ή μυκήτων.
Περίβλημα που προστατεύει ευαίσθητα εξαρτήματα.
3
Παραδείγματα
Ο γιατρός του έδωσε το φάρμακο σε κάψουλες.
Η κάψουλα του βακτηρίου το προστατεύει από το ανοσοποιητικό σύστημα.
Η κάψουλα του διαστημόπλοιου επέστρεψε με ασφάλεια στη Γη.
3