1. Λέξη
    κάψουλα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κάψουν - χρονοκάψουλα)
  2. Συνώνυμα
    • θήκη
    • περίβλημα
    • κύστη
    3
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Μικρό δοχείο που περιέχει φάρμακο και διαλύεται στο στομάχι.
    • Δομικό στοιχείο ορισμένων βακτηρίων ή μυκήτων.
    • Περίβλημα που προστατεύει ευαίσθητα εξαρτήματα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο γιατρός του έδωσε το φάρμακο σε κάψουλες.
    • Η κάψουλα του βακτηρίου το προστατεύει από το ανοσοποιητικό σύστημα.
    • Η κάψουλα του διαστημόπλοιου επέστρεψε με ασφάλεια στη Γη.
    3