Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κίνητρο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κίνημα
-
κίνηση
)
Συνώνυμα
προτροπή
έμπνευση
παρακίνηση
3
Αντώνυμα
απροθυμία
αδιαφορία
2
Ορισμός
Κάτι που ενθαρρύνει ή παρακινεί κάποιον να ενεργήσει.
Ο λόγος ή η αιτία που οδηγεί κάποιον σε μια συγκεκριμένη συμπεριφορά ή δράση.
2
Παραδείγματα
Το κίνητρο για τη συμμετοχή του στο διαγωνισμό ήταν η επιθυμία να αναδειχθεί.
Η αγάπη για τη γνώση ήταν το κύριο κίνητρο για τις σπουδές του.
2