Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καλώδιο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καλώ
-
καλώς
)
Συνώνυμα
σύρμα
αγωγός
καλωδίωση
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μια ευέλικτη μεταλλική ή πλαστική ζώνη που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά ηλεκτρικού ρεύματος ή τη μετάδοση σημάτων.
Μια σειρά από ενωμένα σύρματα που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας ή τηλεπικοινωνιακών σημάτων.
2
Παραδείγματα
Το καλώδιο του φορητού υπολογιστή μου χρειάζεται αντικατάσταση.
Η εταιρεία εγκατέστησε νέα καλώδια για να βελτιώσει την ταχύτητα του ίντερνετ.
2