1. Λέξη
    καλώδιο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: καλώ - καλώς)
  2. Συνώνυμα
    • σύρμα
    • αγωγός
    • καλωδίωση
    3
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Μια ευέλικτη μεταλλική ή πλαστική ζώνη που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά ηλεκτρικού ρεύματος ή τη μετάδοση σημάτων.
    • Μια σειρά από ενωμένα σύρματα που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας ή τηλεπικοινωνιακών σημάτων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το καλώδιο του φορητού υπολογιστή μου χρειάζεται αντικατάσταση.
    • Η εταιρεία εγκατέστησε νέα καλώδια για να βελτιώσει την ταχύτητα του ίντερνετ.
    2