1. Λέξη
    καώ (ρήμα)
  2. Συνώνυμα
    • φλέγομαι
    • καίγομαι
    • πυρπολώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • σβήνω
    • κρυώνω
    2
  4. Ορισμός
    • Αυτός που υποβάλλεται σε θερμική επίδραση με αποτέλεσμα να καίγεται.
    • Νιώθω έντονη θερμότητα ή φλόγα.
    • Μεταφορικά, νιώθω έντονο πάθος ή οργή.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το ξύλο καίγεται στην φωτιά.
    • Καίγομαι από τον ήλιο.
    • Καίγεται από την οργή του.
    3