1. Λέξη
    καρέκλα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: καρέ)
  2. Συνώνυμα
    • θρόνος
    • κάθισμα
    • παρκέ
    3
  3. Αντώνυμα
    • στάση
    • αναπαυτήρι
    2
  4. Ορισμός
    • Έπιπλο με πλάτη και συνήθως με μπράτσα, σχεδιασμένο για να καθίζει ένα άτομο.
    • Στοιχείο επίπλου που χρησιμοποιείται για καθίσμα σε διάφορες δραστηριότητες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η γιαγιά κάθεται πάντα στην ίδια καρέκλα στο σαλόνι.
    • Στο γραφείο μου έχω μια άνετη καρέκλα για να δουλεύω.
    2