Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καρέκλα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καρέ
)
Συνώνυμα
θρόνος
κάθισμα
παρκέ
3
Αντώνυμα
στάση
αναπαυτήρι
2
Ορισμός
Έπιπλο με πλάτη και συνήθως με μπράτσα, σχεδιασμένο για να καθίζει ένα άτομο.
Στοιχείο επίπλου που χρησιμοποιείται για καθίσμα σε διάφορες δραστηριότητες.
2
Παραδείγματα
Η γιαγιά κάθεται πάντα στην ίδια καρέκλα στο σαλόνι.
Στο γραφείο μου έχω μια άνετη καρέκλα για να δουλεύω.
2