Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καρδινάλιος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καρδιά
)
Συνώνυμα
αρχιερέας
επίσκοπος
ιεράρχης
3
Αντώνυμα
λαϊκός
κοσμικός
2
Ορισμός
Υψηλόβαθμος κληρικός της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, μέλος του συλλόγου των καρδιναλίων που εκλέγει τον Πάπα.
Πτηνό της οικογένειας των Φασιανιδών, με φωτεινό κόκκινο φτέρωμα.
2
Παραδείγματα
Ο καρδινάλιος προήδρευσε της τελετής.
Το καρδινάλιο πτηνό είναι γνωστό για το έντονο χρώμα του.
2