Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καρδιοχτύπι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καρδιά
)
Συνώνυμα
παλμός
χτύπος
σφυγμός
3
Αντώνυμα
ησυχία
ακινησία
2
Ορισμός
Ο ρυθμικός ή ανώμαλος παλμός της καρδιάς.
Η αίσθηση του χτυπήματος της καρδιάς, συνήθως λόγω έντονων συναισθημάτων ή άσκησης.
2
Παραδείγματα
Το καρδιοχτύπι του επιταχύνθηκε όταν την είδε.
Μετά την άσκηση, το καρδιοχτύπι μου ήταν πολύ δυνατό.
2