1. Λέξη
    καρνέ (ουσιαστικό) - (παρόμοια: καρό - καρέ)
  2. Συνώνυμα
    • πανηγύρι
    • γλέντι
    • εορτασμός
    3
  3. Αντώνυμα
    • πένθος
    • θλίψη
    • κατήφεια
    3
  4. Ορισμός
    • Μια εορτή ή γιορτή, συνήθως με μουσική, χορό και γενικότερη ευθυμία.
    • Μια δημόσια εκδήλωση με διασκέδαση και ψυχαγωγία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το χωριό μας διοργάνωσε μεγάλο καρνέ αυτό το Σαββατοκύριακο.
    • Κάθε χρόνο στη Βενετία γίνεται ένα εντυπωσιακό καρνέ με μάσκες και φανταστικά κοστούμια.
    2