Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καρνέ (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καρό
-
καρέ
)
Συνώνυμα
πανηγύρι
γλέντι
εορτασμός
3
Αντώνυμα
πένθος
θλίψη
κατήφεια
3
Ορισμός
Μια εορτή ή γιορτή, συνήθως με μουσική, χορό και γενικότερη ευθυμία.
Μια δημόσια εκδήλωση με διασκέδαση και ψυχαγωγία.
2
Παραδείγματα
Το χωριό μας διοργάνωσε μεγάλο καρνέ αυτό το Σαββατοκύριακο.
Κάθε χρόνο στη Βενετία γίνεται ένα εντυπωσιακό καρνέ με μάσκες και φανταστικά κοστούμια.
2