1. Λέξη
    καρτέλ (ουσιαστικό) - (παρόμοια: καρτέλα - μαρτέλ - καρτούν)
  2. Συνώνυμα
    • συμφωνία
    • ομοσπονδία
    • συμμαχία
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανταγωνισμός
    • ανεξαρτησία
    2
  4. Ορισμός
    • Μια οργάνωση ανεξάρτητων παραγωγών ή προμηθευτών που συνεργάζονται για τον έλεγχο της παραγωγής, των τιμών και της διανομής ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας.
    • Μια μυστική συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων ή οργανισμών για τον έλεγχο της αγοράς, συχνά με σκοπό την αύξηση των κερδών.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το καρτέλ των πετρελαιοπαραγωγών χωρών καθορίζει τις τιμές του πετρελαίου παγκοσμίως.
    • Η κυβέρνηση ανέλαβε δράση εναντίον ενός καρτέλ που ελέγχει την αγορά τσιμέντου.
    2