1. Λέξη
    κατάδικος (επίθετο) - (παρόμοια: άδικος - κατάδυση)
  2. Συνώνυμα
    • καταδικασμένος
    • ενοχος
    • καταδικασμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • αθώος
    • απαλλαγμένος
    • αθωωμένος
    3
  4. Ορισμός
    • Αυτός που έχει καταδικαστεί από δικαστήριο για κάποιο αδίκημα ή έγκλημα.
    • Που έχει υποστεί την ποινή της καταδίκης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο κατάδικος κρατήθηκε στο κελί του μέχρι την εκτέλεση της ποινής του.
    • Μετά από χρόνια, ο κατάδικος αφέθηκε ελεύθερος λόγω καλής διαγωγής.
    2