Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατάδικος (επίθετο) - (παρόμοια:
άδικος
-
κατάδυση
)
Συνώνυμα
καταδικασμένος
ενοχος
καταδικασμένος
3
Αντώνυμα
αθώος
απαλλαγμένος
αθωωμένος
3
Ορισμός
Αυτός που έχει καταδικαστεί από δικαστήριο για κάποιο αδίκημα ή έγκλημα.
Που έχει υποστεί την ποινή της καταδίκης.
2
Παραδείγματα
Ο κατάδικος κρατήθηκε στο κελί του μέχρι την εκτέλεση της ποινής του.
Μετά από χρόνια, ο κατάδικος αφέθηκε ελεύθερος λόγω καλής διαγωγής.
2