1. Λέξη
    κατάστρωμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ολοκατάστρωμα - κατάστημα - κατάσταση)
  2. Συνώνυμα
    • πλοίο
    • πλοίο
    • σκάφος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξηρά
    • έδαφος
    2
  4. Ορισμός
    • Η επιφάνεια ενός πλοίου όπου περπατούν οι επιβάτες ή το πλήρωμα.
    • Το δάπεδο ενός πλοίου ή σκάφους.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι επιβάτες συγκεντρώθηκαν στο κατάστρωμα για να δουν τον ηλιοβασίλεμα.
    • Το πλήρωμα καθάριζε το κατάστρωμα πριν την αναχώρηση.
    2