Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατάστρωμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ολοκατάστρωμα
-
κατάστημα
-
κατάσταση
)
Συνώνυμα
πλοίο
πλοίο
σκάφος
3
Αντώνυμα
ξηρά
έδαφος
2
Ορισμός
Η επιφάνεια ενός πλοίου όπου περπατούν οι επιβάτες ή το πλήρωμα.
Το δάπεδο ενός πλοίου ή σκάφους.
2
Παραδείγματα
Οι επιβάτες συγκεντρώθηκαν στο κατάστρωμα για να δουν τον ηλιοβασίλεμα.
Το πλήρωμα καθάριζε το κατάστρωμα πριν την αναχώρηση.
2