1. Λέξη
    καταιγίδα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κατακλείδα)
  2. Συνώνυμα
    • θύελλα
    • κακοκαιρία
    • τυφώνας
    3
  3. Αντώνυμα
    • γαλήνη
    • ηρεμία
    • ήσυχος καιρός
    3
  4. Ορισμός
    • Μια έντονη και συχνά επικίνδυνη καιρική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ισχυρούς ανέμους, βροχές και συχνά κεραυνούς.
    • Μια ξαφνική και έντονη έκρηξη συναισθημάτων ή δραστηριοτήτων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η καταιγίδα έφερε ισχυρούς ανέμους και βροχές που προκάλεσαν πλημμύρες.
    • Μια καταιγίδα χειροκροτημάτων ξέσπασε όταν ο καλλιτέχνης εμφανίστηκε στη σκηνή.
    2