Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καταιγίδα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κατακλείδα
)
Συνώνυμα
θύελλα
κακοκαιρία
τυφώνας
3
Αντώνυμα
γαλήνη
ηρεμία
ήσυχος καιρός
3
Ορισμός
Μια έντονη και συχνά επικίνδυνη καιρική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ισχυρούς ανέμους, βροχές και συχνά κεραυνούς.
Μια ξαφνική και έντονη έκρηξη συναισθημάτων ή δραστηριοτήτων.
2
Παραδείγματα
Η καταιγίδα έφερε ισχυρούς ανέμους και βροχές που προκάλεσαν πλημμύρες.
Μια καταιγίδα χειροκροτημάτων ξέσπασε όταν ο καλλιτέχνης εμφανίστηκε στη σκηνή.
2