1. Λέξη
    κατηγορηματικά (επίρρημα) - (παρόμοια: κατηγορηθώ - κατηγορώ - κατηγορία - κατηγορητήριο)
  2. Συνώνυμα
    • αποφασιστικά
    • αμετάκλητα
    • αναντίρρητα
    3
  3. Αντώνυμα
    • διστακτικά
    • αμφίβολα
    • αβέβαια
    3
  4. Ορισμός
    • Με τρόπο που δηλώνει σαφή και αμετάκλητη απόφαση ή άποψη.
    • Χωρίς καμία αμφιβολία ή δισταγμό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Απάντησε κατηγορηματικά ότι δεν θα συμμετείχε.
    • Η επιτροπή απέρριψε κατηγορηματικά την πρόταση.
    2