Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατηγορηματικά (επίρρημα) - (παρόμοια:
κατηγορηθώ
-
κατηγορώ
-
κατηγορία
-
κατηγορητήριο
)
Συνώνυμα
αποφασιστικά
αμετάκλητα
αναντίρρητα
3
Αντώνυμα
διστακτικά
αμφίβολα
αβέβαια
3
Ορισμός
Με τρόπο που δηλώνει σαφή και αμετάκλητη απόφαση ή άποψη.
Χωρίς καμία αμφιβολία ή δισταγμό.
2
Παραδείγματα
Απάντησε κατηγορηματικά ότι δεν θα συμμετείχε.
Η επιτροπή απέρριψε κατηγορηματικά την πρόταση.
2