1. Λέξη
    κλάνω (ρήμα) - (παρόμοια: κάνω)
  2. Συνώνυμα
    • πέρδω
    • αποβάλλω αέρα
    2
  3. Αντώνυμα
    • κρατώ
    • συγκρατώ
    2
  4. Ορισμός
    • Εκπέμπω αέρα από τον πρωκτό με ήχο και συχνά με οσμή.
    • Κάνω κάτι να φαίνεται αστείο ή γελοίο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο Γιάννης έκλασε κατά τη διάρκεια της συνάντησης και όλοι γέλασαν.
    • Η παρουσίαση του έκλανε την ατμόσφαιρα με τα αστεία σχόλιά του.
    2