Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κλάνω (ρήμα) - (παρόμοια:
κάνω
)
Συνώνυμα
πέρδω
αποβάλλω αέρα
2
Αντώνυμα
κρατώ
συγκρατώ
2
Ορισμός
Εκπέμπω αέρα από τον πρωκτό με ήχο και συχνά με οσμή.
Κάνω κάτι να φαίνεται αστείο ή γελοίο.
2
Παραδείγματα
Ο Γιάννης έκλασε κατά τη διάρκεια της συνάντησης και όλοι γέλασαν.
Η παρουσίαση του έκλανε την ατμόσφαιρα με τα αστεία σχόλιά του.
2