Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κλείδωμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κεφαλοκλείδωμα
-
κλείδα
)
Συνώνυμα
κλειδαριά
κλείσιμο
ασφάλεια
3
Αντώνυμα
άνοιγμα
ξεκλείδωμα
2
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κλειδώματος.
Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για την ασφάλεια μιας πόρτας ή ενός αντικειμένου.
2
Παραδείγματα
Το κλείδωμα της πόρτας ήταν ασφαλές.
Χρειάστηκε κλειδί για το κλείδωμα του συρταριού.
2