Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κλειτορίδα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κλείδα
)
Συνώνυμα
αιδοίο
κλειστό
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Το θηλυκό εξωτερικό γεννητικό όργανο.
Μικρό ευαίσθητο όργανο κοντά στην είσοδο του κόλπου που παίζει σημαντικό ρόλο στην σεξουαλική διέγερση.
2
Παραδείγματα
Η κλειτορίδα είναι ένα ευαίσθητο όργανο που βρίσκεται στο άνω μέρος των χειλέων του αιδοίου.
Κατά τη σεξουαλική διέγερση, η κλειτορίδα μεγενθύνεται και γίνεται πιο ευαίσθητη.
2