1. Λέξη
    κλειτορίδα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κλείδα)
  2. Συνώνυμα
    • αιδοίο
    • κλειστό
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Το θηλυκό εξωτερικό γεννητικό όργανο.
    • Μικρό ευαίσθητο όργανο κοντά στην είσοδο του κόλπου που παίζει σημαντικό ρόλο στην σεξουαλική διέγερση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η κλειτορίδα είναι ένα ευαίσθητο όργανο που βρίσκεται στο άνω μέρος των χειλέων του αιδοίου.
    • Κατά τη σεξουαλική διέγερση, η κλειτορίδα μεγενθύνεται και γίνεται πιο ευαίσθητη.
    2