Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κλοτσιά (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κλωτσιά
)
Συνώνυμα
λακτίσμα
κλοτσιάρα
κλοτσιές
3
Αντώνυμα
χάδι
χάιδεμα
2
Ορισμός
Μια απότομη κίνηση του ποδιού με την οποία χτυπάμε κάτι ή κάποιον.
Μια ξαφνική και δυνατή κίνηση που προκαλείται από κάποιο μηχανισμό ή φυσικό φαινόμενο.
2
Παραδείγματα
Ο ποδοσφαιριστής έδωσε μια δυνατή κλοτσιά στην μπάλα.
Το μουλάρι έδωσε μια κλοτσιά στον αγρότη που προσπαθούσε να το σιδερώσει.
2