1. Λέξη
    κλοτσιά (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κλωτσιά)
  2. Συνώνυμα
    • λακτίσμα
    • κλοτσιάρα
    • κλοτσιές
    3
  3. Αντώνυμα
    • χάδι
    • χάιδεμα
    2
  4. Ορισμός
    • Μια απότομη κίνηση του ποδιού με την οποία χτυπάμε κάτι ή κάποιον.
    • Μια ξαφνική και δυνατή κίνηση που προκαλείται από κάποιο μηχανισμό ή φυσικό φαινόμενο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ποδοσφαιριστής έδωσε μια δυνατή κλοτσιά στην μπάλα.
    • Το μουλάρι έδωσε μια κλοτσιά στον αγρότη που προσπαθούσε να το σιδερώσει.
    2