1. Λέξη
    κλωτσώ (ρήμα) - (παρόμοια: κλωτσιά - κλωτσάω - κλωτσήσω)
  2. Συνώνυμα
    • κλωτσάω
    • κλωτσώ
    • κλωτσώ
    • κλωτσώ
    4
  3. Αντώνυμα
    • αγκαλιάζω
    • χαιρετώ
    2
  4. Ορισμός
    • Χτυπώ κάποιον ή κάτι με το πόδι, συνήθως με δύναμη.
    • Κάνω μια κίνηση με το πόδι προς κάποιον ή κάτι, συνήθως με σκοπό να προκαλέσω ζημιά ή πόνο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ποδοσφαιριστής κλώτσησε την μπάλα με δύναμη.
    • Το παιδί κλώτσησε τον σκύλο κατά λάθος.
    2