Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κλωτσώ (ρήμα) - (παρόμοια:
κλωτσιά
-
κλωτσάω
-
κλωτσήσω
)
Συνώνυμα
κλωτσάω
κλωτσώ
κλωτσώ
κλωτσώ
4
Αντώνυμα
αγκαλιάζω
χαιρετώ
2
Ορισμός
Χτυπώ κάποιον ή κάτι με το πόδι, συνήθως με δύναμη.
Κάνω μια κίνηση με το πόδι προς κάποιον ή κάτι, συνήθως με σκοπό να προκαλέσω ζημιά ή πόνο.
2
Παραδείγματα
Ο ποδοσφαιριστής κλώτσησε την μπάλα με δύναμη.
Το παιδί κλώτσησε τον σκύλο κατά λάθος.
2