Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κολλώδης (επίθετο) - (παρόμοια:
κολλώ
)
Συνώνυμα
γλοιώδης
κολλώδης
κολλητικός
3
Αντώνυμα
ξεκολλημένος
απαλός
ξεκολλητικός
3
Ορισμός
που έχει την ιδιότητα να κολλάει ή να είναι κολλώδης
που μοιάζει με κόλλα ή έχει παρόμοια υφή
2
Παραδείγματα
Η μάζα ήταν πολύ κολλώδης και δύσκολα καθαρίστηκε.
Το υλικό αυτό είναι κολλώδες και δεν πρέπει να έρχεται σε επαφή με το δέρμα.
2