Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κομπλιμέντο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κοπλιμέντο
-
κομπλέ
)
Συνώνυμα
έπαινος
φιλοφρόνηση
εξύμνηση
3
Αντώνυμα
κριτική
κατηγορία
μομφή
3
Ορισμός
Μια έκφραση θαυμασμού, ευγνωμοσύνης ή ευχαρίστησης που απευθύνεται σε κάποιον.
Μια ευγενική ή θετική παρατήρηση που γίνεται σε κάποιον.
2
Παραδείγματα
Της έκανε ένα κομπλιμέντο για το νέο της φόρεμα.
Οι κομπλιμέντοι του ήταν ειλικρινείς και ευγενικοί.
2