Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κοντάρι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κοντά
-
λιοντάρι
-
κοντός
)
Συνώνυμα
ράβδος
ξύλο
μπαστούνι
3
Αντώνυμα
σχοινί
κλωστή
νήμα
3
Ορισμός
Μακρύ και λεπτό αντικείμενο, συνήθως από ξύλο ή μέταλλο, που χρησιμοποιείται για στήριξη, κτύπημα ή άλλες χρήσεις.
Στο όπλο, το κυρίως μέρος που συνδέει τα διάφορα εξαρτήματα.
2
Παραδείγματα
Ο ποιμένας κρατούσε ένα κοντάρι για να οδηγεί τα πρόβατα.
Το κοντάρι του τουφεκίου ήταν κατασκευασμένο από ξύλο.
2