Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κοντεύω (ρήμα) - (παρόμοια:
κοντά
-
κοντός
)
Συνώνυμα
πλησιάζω
εγγίζω
φτάνω κοντά
3
Αντώνυμα
απομακρύνομαι
αποχωρώ
2
Ορισμός
Βρίσκομαι σε κοντινή απόσταση από κάτι ή κάποιον.
Πλησιάζω χρονικά ένα γεγονός ή μια κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Κοντεύω να φτάσω στο σπίτι σου.
Κοντεύει να ξημερώσει.
2