Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κοφτερός (επίθετο) - (παρόμοια:
καυτερός
)
Συνώνυμα
αιχμηρός
οξύς
τσουχτερός
3
Αντώνυμα
αμβλύς
βαρετός
χαλαρός
3
Ορισμός
Που έχει αιχμηρή άκρη ή επιφάνεια.
Που χαρακτηρίζεται από οξύτητα ή δριμύτητα.
Που προκαλεί έντονη αίσθηση, όπως ο κρύος ή ο πόνος.
3
Παραδείγματα
Ο κοφτερός λεπίδα του μαχαιριού κόβει εύκολα.
Ένα κοφτερό σχόλιο μπορεί να πλήξει.
Ο κοφτερός αέρας της νύχτας έκανε όλους να τρέμουν.
3