1. Λέξη
    κούρεμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κούρσα)
  2. Συνώνυμα
    • κομμωτική
    • κούρσιμο
    • κουρά
    3
  3. Αντώνυμα
    • αφέλεια
    • ακουράριστος
    2
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κουρεύω, δηλαδή η περικοπή ή η διαμόρφωση των μαλλιών.
    • Η διαδικασία ή η τεχνική της περικοπής και διαμόρφωσης των μαλλιών.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το κούρεμα που έκανε ο κουρέας ήταν πολύ κομψό.
    • Χρειάζομαι ένα νέο κούρεμα για το καλοκαίρι.
    2