Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κούρεμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κούρσα
)
Συνώνυμα
κομμωτική
κούρσιμο
κουρά
3
Αντώνυμα
αφέλεια
ακουράριστος
2
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κουρεύω, δηλαδή η περικοπή ή η διαμόρφωση των μαλλιών.
Η διαδικασία ή η τεχνική της περικοπής και διαμόρφωσης των μαλλιών.
2
Παραδείγματα
Το κούρεμα που έκανε ο κουρέας ήταν πολύ κομψό.
Χρειάζομαι ένα νέο κούρεμα για το καλοκαίρι.
2