Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κράνος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κράτος
-
κρόνος
)
Συνώνυμα
περικεφαλαία
προστατευτικό κεφαλιού
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μεταλλικό ή πλαστικό προστατευτικό εξάρτημα που φοριέται στο κεφάλι για προστασία από τραυματισμούς.
Στην αρχαία Ελλάδα, μέρος της πανοπλίας που προστάτευε το κεφάλι του πολεμιστή.
2
Παραδείγματα
Ο ποδηλάτης φορούσε κράνος για να προστατευτεί σε περίπτωση πτώσης.
Το κράνος του στρατιώτη ήταν διακοσμημένο με φτερά.
2