1. Λέξη
    κράνος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κράτος - κρόνος)
  2. Συνώνυμα
    • περικεφαλαία
    • προστατευτικό κεφαλιού
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Μεταλλικό ή πλαστικό προστατευτικό εξάρτημα που φοριέται στο κεφάλι για προστασία από τραυματισμούς.
    • Στην αρχαία Ελλάδα, μέρος της πανοπλίας που προστάτευε το κεφάλι του πολεμιστή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ποδηλάτης φορούσε κράνος για να προστατευτεί σε περίπτωση πτώσης.
    • Το κράνος του στρατιώτη ήταν διακοσμημένο με φτερά.
    2