1. Λέξη
    κρυπτογραφημένος (επίθετο) - (παρόμοια: κρυπτογραφώ)
  2. Συνώνυμα
    • κωδικοποιημένος
    • εξασφαλισμένος
    • κλειδωμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποκρυπτογραφημένος
    • ανοιχτός
    • καθαρός
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει μετατραπεί σε μορφή που δεν μπορεί να κατανοηθεί εύκολα χωρίς το κατάλληλο κλειδί ή γνώση
    • που σχετίζεται με την επεξεργασία πληροφοριών με τρόπο ώστε να μην είναι κατανοητές σε μη εξουσιοδοτημένα άτομα
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το μήνυμα ήταν κρυπτογραφημένο και χρειαζόταν ειδικό πρόγραμμα για να το διαβάσουμε.
    • Οι τραπεζικές συναλλαγές γίνονται πάντα με κρυπτογραφημένα δεδομένα για λόγους ασφαλείας.
    2