Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κρυπτογραφημένος (επίθετο) - (παρόμοια:
κρυπτογραφώ
)
Συνώνυμα
κωδικοποιημένος
εξασφαλισμένος
κλειδωμένος
3
Αντώνυμα
αποκρυπτογραφημένος
ανοιχτός
καθαρός
3
Ορισμός
που έχει μετατραπεί σε μορφή που δεν μπορεί να κατανοηθεί εύκολα χωρίς το κατάλληλο κλειδί ή γνώση
που σχετίζεται με την επεξεργασία πληροφοριών με τρόπο ώστε να μην είναι κατανοητές σε μη εξουσιοδοτημένα άτομα
2
Παραδείγματα
Το μήνυμα ήταν κρυπτογραφημένο και χρειαζόταν ειδικό πρόγραμμα για να το διαβάσουμε.
Οι τραπεζικές συναλλαγές γίνονται πάντα με κρυπτογραφημένα δεδομένα για λόγους ασφαλείας.
2