Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κρυσταλλικός (επίθετο) - (παρόμοια:
μεταλλικός
-
γαλλικός
)
Συνώνυμα
διαφανής
ακριβής
καθαρός
3
Αντώνυμα
θαμπός
ασαφής
βρώμικος
3
Ορισμός
που έχει την ιδιότητα του κρυστάλλου
που μοιάζει με κρύσταλλο
που είναι καθαρός και διαυγής σαν κρύσταλλο
3
Παραδείγματα
Το νερό της πηγής ήταν τόσο κρυσταλλικό που έμοιαζε με διαμάντι.
Η κρυσταλλική φωνή της τραγουδίστριας μαγέρεψε το κοινό.
Ο ουρανός ήταν κρυσταλλικός μετά τη βροχή.
3