1. Λέξη
    κρυσταλλικός (επίθετο) - (παρόμοια: μεταλλικός - γαλλικός)
  2. Συνώνυμα
    • διαφανής
    • ακριβής
    • καθαρός
    3
  3. Αντώνυμα
    • θαμπός
    • ασαφής
    • βρώμικος
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει την ιδιότητα του κρυστάλλου
    • που μοιάζει με κρύσταλλο
    • που είναι καθαρός και διαυγής σαν κρύσταλλο
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το νερό της πηγής ήταν τόσο κρυσταλλικό που έμοιαζε με διαμάντι.
    • Η κρυσταλλική φωνή της τραγουδίστριας μαγέρεψε το κοινό.
    • Ο ουρανός ήταν κρυσταλλικός μετά τη βροχή.
    3