1. Λέξη
    κρυφοκοιτάζω (ρήμα) - (παρόμοια: κοιτάζω)
  2. Συνώνυμα
    • κρυφά κοιτάζω
    • λαθραία βλέπω
    • κρυφά παρατηρώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανοιχτά κοιτάζω
    • καταφανώς βλέπω
    • προφανώς παρατηρώ
    3
  4. Ορισμός
    • Κοιτάζω κάποιον ή κάτι κρυφά, χωρίς να θέλω να το καταλάβει ο άλλος.
    • Παρατηρώ με κρυφό τρόπο, συνήθως με δόλιο ή ύπουλο σκοπό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η μικρή κρυφοκοίταζε τα δώρα κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο.
    • Ο δημοσιογράφος κρυφοκοίταζε τα έγγραφα στο γραφείο του διευθυντή.
    2