Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κρυφοκοιτάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
κοιτάζω
)
Συνώνυμα
κρυφά κοιτάζω
λαθραία βλέπω
κρυφά παρατηρώ
3
Αντώνυμα
ανοιχτά κοιτάζω
καταφανώς βλέπω
προφανώς παρατηρώ
3
Ορισμός
Κοιτάζω κάποιον ή κάτι κρυφά, χωρίς να θέλω να το καταλάβει ο άλλος.
Παρατηρώ με κρυφό τρόπο, συνήθως με δόλιο ή ύπουλο σκοπό.
2
Παραδείγματα
Η μικρή κρυφοκοίταζε τα δώρα κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Ο δημοσιογράφος κρυφοκοίταζε τα έγγραφα στο γραφείο του διευθυντή.
2