1. Λέξη
    κυβερνώ (ρήμα) - (παρόμοια: κυβερνήτης - κυβερνητική - κυβερνοχώρος - κυβερνητικός - κερνώ)
  2. Συνώνυμα
    • διοικώ
    • διαχειρίζομαι
    • κηδεμονεύω
    3
  3. Αντώνυμα
    • υποτάσσομαι
    • υπακούω
    • εγκαταλείπω
    3
  4. Ορισμός
    • Εκτελώ τα καθήκοντα της κυβέρνησης ή της διοίκησης.
    • Ελέγχω ή κατευθύνω τη διακυβέρνηση ενός κράτους, οργανισμού ή ομάδας.
    • Εξασκώ εξουσία ή επιρροή πάνω σε κάποιον ή κάτι.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο πρωθυπουργός κυβερνά τη χώρα με σοφία.
    • Η επιτροπή κυβερνά τις δραστηριότητες του συλλόγου.
    • Πρέπει να κυβερνάς με δικαιοσύνη και διαφάνεια.
    3