Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
λάσπη (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
λάσο
-
λάσι
)
Συνώνυμα
βούρκος
πάχνη
κοπριά
3
Αντώνυμα
καθαρότητα
αγνότητα
2
Ορισμός
Μαλακό και υγρό υλικό που σχηματίζεται από την ανάμειξη νερού με χώμα ή άλλες ουσίες.
Βρώμικο υγρό που προκύπτει από την αποσύνθεση οργανικών ουσιών.
2
Παραδείγματα
Μετά τη βροχή, το έδαφος καλύφθηκε από λάσπη.
Οι εργάτες καθάριζαν τη λάσπη από τους αγωγούς.
2