Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
λαγουδάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
τραγουδάκι
)
Συνώνυμα
κουνελάκι
λαγός
2
Αντώνυμα
λύκος
λιοντάρι
2
Ορισμός
Ένα μικρό, γρήγορο θηλαστικό με μακριά αυτιά και μαλακό τρίχωμα, που ανήκει στην οικογένεια των λαγιδών.
Μεταφορικά, ένας φοβιτσιάρης ή δειλός άνθρωπος.
2
Παραδείγματα
Το λαγουδάκι πήδηξε γρήγορα μέσα στο χορτάρι.
Μην είσαι τέτοιο λαγουδάκι, τίποτα δεν θα σου κάνουν!
2