Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
λογοτεχνικός (επίθετο) - (παρόμοια:
λογοτεχνία
-
τεχνικός
-
λογικός
)
Συνώνυμα
λογοτεχνικός
λογοτεχνιακός
συγγραφικός
3
Αντώνυμα
μη λογοτεχνικός
πρακτικός
τεχνικός
3
Ορισμός
Σχετικός με τη λογοτεχνία ή χαρακτηριστικός αυτής.
Ανήκων ή αναφερόμενος στη λογοτεχνία.
Που έχει σχέση με τη δημιουργία ή τη μελέτη της λογοτεχνίας.
3
Παραδείγματα
Ο λογοτεχνικός του στυλ είναι πολύ εκλεπτυσμένος.
Η λογοτεχνική κριτική αναλύει τα έργα των συγγραφέων.
Πήρε βραβείο για τη λογοτεχνική του δουλειά.
3