Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
λυπημένη (επίθετο) - (παρόμοια:
λυπημένος
)
Συνώνυμα
θλιμμένη
συγκινημένη
κατηφής
3
Αντώνυμα
χαρούμενη
ευτυχισμένη
περιχαρής
3
Ορισμός
που νιώθει λύπη ή θλίψη
που εκφράζει ή προκαλεί λύπη
2
Παραδείγματα
Η μητέρα ήταν λυπημένη όταν έμαθε τα νέα.
Μια λυπημένη έκφραση έπαιζε στα μάτια της.
2