1. Λέξη
    λυπημένη (επίθετο) - (παρόμοια: λυπημένος)
  2. Συνώνυμα
    • θλιμμένη
    • συγκινημένη
    • κατηφής
    3
  3. Αντώνυμα
    • χαρούμενη
    • ευτυχισμένη
    • περιχαρής
    3
  4. Ορισμός
    • που νιώθει λύπη ή θλίψη
    • που εκφράζει ή προκαλεί λύπη
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η μητέρα ήταν λυπημένη όταν έμαθε τα νέα.
    • Μια λυπημένη έκφραση έπαιζε στα μάτια της.
    2